- ζημιαρόγατος
- ο , ζημιαρόγατα η шкодливый кот; шкодливая кошка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζημιαρόγατος — ο 1. γάτος που κάνει ζημιές 2. ζημιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζημιάρης + γάτος] … Dictionary of Greek